- παιανῖτις
- παιᾱν-ῖτις, ιδος, ἡ, name of aA gem, Plin.HN37.180 (prob. l.), Isid.Etym.14.4.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιανίτις — παιανῑτις, ίτιδος, ἡ, και παιανίτης, ου, ὁ (ΑΜ) είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. στεφαν ίτις)] … Dictionary of Greek